ενδοκρινής

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που παράγει εσωτερική έκκριση ή αναφέρεται σ' αυτήν
2. «ενδοκρινείς αδένες» — αδένες τών οποίων το έκκριμα δεν αποχετεύεται με εκφορητικό πόρο αλλά εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος.