ενδοκρινής
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που παράγει εσωτερική έκκριση ή αναφέρεται σ' αυτήν
2. «ενδοκρινείς αδένες» — αδένες τών οποίων το έκκριμα δεν αποχετεύεται με εκφορητικό πόρο αλλά εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος.