ενετικός
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἑνετικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία ή στην ενετοκρατία, βενετικός, βενετσιάνικος («ενετικά τείχη» — τείχη που κατασκευάστηκαν από τους Ενετούς, κατά την ενετοκρατία).