ενδομενία
Greek Monolingual
ἐνδομενία και ἐνδομενεία και ἐνδυμενία, η (Α)
τα πράγματα του σπιτιού, το νοικοκυριό («τὴν μὲν ἐνδομενίαν... ἐκ τῶν οικιῶν... διήρπασαν», Πολ.).
ἐνδομενία και ἐνδομενεία και ἐνδυμενία, η (Α)
τα πράγματα του σπιτιού, το νοικοκυριό («τὴν μὲν ἐνδομενίαν... ἐκ τῶν οικιῶν... διήρπασαν», Πολ.).