νοικοκυριό
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Greek Monolingual
και νοικοκεριό, το
1. το σύνολο τών επίπλων, σκευών και πραγμάτων που είναι απαραίτητα σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια
2. ο οίκος, το σπιτικό, η οικογένεια («άνοιξαν κι αυτοί το νοικοκυριό τους»)
3. η φροντίδα για τα οικονομικά ή για τα προβλήματα και την τάξη του σπιτιού («δεν κάνει αυτή για νοικοκυριό»)
4. ατομική οικονομική μονάδα, ιδίως της υπαίθρου («αγροτικό νοικοκυριό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. νοικοκυρεύομαι (πρβλ. τεμπελιάζω —τεμπελιά / τεμπελιό)].