έντονος

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔντονος, -ον)
εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα»)
2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος»)
αρχ.
1. τεντωμένος
2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης
3. ικανόςἔντονος ῥήτωρ»)
4. το αρσ. ως ουσ. ἔντονος
ο τόνος.