Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
αγνίζωκαθιστώ κάποιον και πάλι αγνό, καθαρίζω από ηθικό παράπτωμα ή έγκλημα.