ἐντρυλλίζω

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

or ἐντρῠγ-τρῡλίζω,

   A whisper in one's ear, Ar.Th.341; term used in quail-baiting, Poll.9.109.

German (Pape)

[Seite 859] auch ἐντρυλίζω geschrieben, einflüstern, zuraunen, τινί τι, Ar. Th. 341.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρυλλίζω: ἢ ἐντρῡλίζω, ψιθυρίζω εἰς τὸ οὖς τινος, ἢ δούλη τινὸς προαγωγὸς οὗσ’ ἐνετρύλισεν τῷ δεσπότῃ Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 341.

Greek Monolingual

ἐντρυλλίζω και ἐντρυλίζω (Α)
φωνάζω ή ψιθυρίζω στο αφτί κάποιου.