-η, -ο (Α ἐξόμφαλος, -ον)1. εκείνος, του οποίου προεξέχει ο ομφαλός2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐξόμφαλοςο ομφαλός που προεξέχει.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομφαλός].