επαγγελματίας

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο επάγγελμα
αυτός που ασκεί ένα επάγγελμα για βιοπορισμό και, σε στενότερη έννοια, αυτός που ασκεί επάγγελμα το οποίο υπάγεται στην αρμοδιότητα του επαγγελματικού επιμελητηρίου.