αρμοδιότητα

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

η (και -ότης, [-ότητος])
1. η δικαιοδοσία κάποιου λόγω της θέσης που κατέχει ή των ειδικών του γνώσεων σ' έναν τομέα
2. η ικανότητα, η καταλληλότητα.