οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
ἐπιμαστίδιος, -ον (Α)(για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο-μαστίδιος)].