πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
-ή, -ό επικύρωση
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικύρωση («επικυρωτική πράξη»)
2. αυτός που είναι υπέρ της επικυρώσεως («επικυρωτική χειρονομία»).