ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
-ή, -ό επικύρωση
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικύρωση («επικυρωτική πράξη»)
2. αυτός που είναι υπέρ της επικυρώσεως («επικυρωτική χειρονομία»).