επισημότητα

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἐπισημότης) επίσημος
1. η ιδιότητα του επίσημου, κύρος, σοβαρότητα, εγκυρότητα, αυθεντικότητα
2. πανηγυρικότητα («η υποδοχή του έγινε με κάθε επισημότητα»)
νεοελ. στον πληθ. φρ. «οι επισημότητες του τόπου» — οι επίσημοι.