ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
ἐπίστενος, -ον (Α) στενόςαυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.).