Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
το (Α ἐπίσαγμα) επισάττωεφίππιον, σάγμα, σαμάριαρχ.βάρος («τοὐπίσαγμα τοῡ νοσήματος», Σοφ.).