ερίθαλλος
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
ἐρίθαλλος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι-(επιτ. μόριο) + θαλλός, ὁ (< θάλλω)].