ερέπτομαι
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
Greek Monolingual
ἐρέπτομαι (AM)
(αποθ.)
1. τρώγω
2. (με σκωπτική σημ. στον Αριστοφ.) καταβροχθίζω, κατατρώγω («φασὶ μέν γάρ αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων» — λέγουν ότι αυτός κατατρώγει τα φαγητά τών ευπορούντων, Αριστοφ.)
3. (σπάν. το ενεργ.) ἐρέπτω
α) τρώγω
β) (μτθ.) τρέφω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ερέπτομαι από ΙΕ ρίζα rep- «αρπάζω» με προθεματικό ε- συνδέεται με λατ. rapio «αρπάζω» και λιθ. aprepti «αρπάζω»].