ἐρωτόληπτος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A love-smitten, Procop. Arc.1 ; ἔς τινα ib.4.

German (Pape)

[Seite 1041] von Liebe ergriffen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτόληπτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ ἔρωτος, Λατ. amore cuptas, Νικήτ. Εὐγ. 6. 624.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐρωτόληπτος, -ον)
1. αυτός που έχει καταληφθεί από έρωτα, ερωτοχτυπημένος
2. ο ερωτύλος, ο επιρρεπής στις ερωτικές περιπέτειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -ληπτος < λαμβάνω.