ετεροιώ

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ἑτεροιῶ, -όω (ΑΜ) ετεροίος
αρχ.
1. καθιστώ κάτι διαφορετικό κατά το είδος
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτεροιούμενα
οι μυθολογικές μεταμορφώσεις (τίτλος έργου του Νικάνδρου).