ετερόχρους
From LSJ
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
Greek Monolingual
-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)
αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -χρους (< χρως), πρβλ. μελανό-χρους].