εὐάριθμος
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐάριθμος, -ον)
ευαρίθμητος, αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο ολιγάριθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμός].