εὐγέωργος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek (Liddell-Scott)
εὐγέωργος: -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ.
Greek Monolingual
εὐγέωργος, -ον (Α)
1. ο ευγεώργητος
2. αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη διδασκαλία («αἱ γὰρ εὐγενεῑς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.).