δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
εὔθρους, -ουν και ἐΰθροος, -ον (Α)αυτός που ηχεί δυνατά ή καλά («εὔθροα τύμπανα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρους].