εύιος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
εὔιος, ὁ (Α)
1. επίθ. του Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.)
2. ως κύριο όν. Εὔιος-Βάκχος
3. ως επίθ. εὔιος, -ον
βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω].