εύρυνση

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
το να καταστεί κάτι ευρύτερο, η διαπλάτυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].