γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
εὔκουρος, -ον (Α)ο κουρεμένος καλά ή τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κουρά «κοπή μαλλιών»].