εφιδρώ
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, -όω)
ιδρώνω
αρχ.
1. ιδρώνω επί πλέον ή κατόπιν
2. παθ. ἐφιδροῡμαι, -όομαι
ιδρώνω συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρῶ].