Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
ἐχιδνολογῶ, -έω (Μ)συλλέγω έχιδνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -λογώ «μαζεύω» (πρβλ. βλαστο-λογώ, ψηφο-λογώ].