Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
ἡλιοκόμας, ό (Μ)
αυτός του οποίου τα μαλλιά είναι λαμπερά σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. κηπο-κόμας, στραβαλο-κόμας].