ημιαυτοματικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
βλ. ημιαυτόματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αυτοματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].
-ή, -ό
βλ. ημιαυτόματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αυτοματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].