αυτοματικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελείται αυτόματα, από μόνος του
2. το θηλ. ως ουσ. η αυτοματική
η τεχνική της παραγωγής αυτομάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].