ημιεδρικός

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που εμφανίζει ημιεδρίαημιεδρικός κρύσταλλος»).
επίρρ...
ημιεδρικώς καί -ά
με ημιεδρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημιεδρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].