ημιεδρία

From LSJ

Greek Monolingual

η
(ορυκτ.) σχηματισμός κρυσταλλικών στερεών με ελαττωμένο αριθμό συμμετρικών εδρών, με ελαττωμένα στοιχεία συμμετρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hemiedrie < hemi- (πρβλ. ημι-) + edrie (πρβλ. -εδρια < -εδρος < έδρα). Η λ. στον πληθ. ημεδρίαι μαρτυρείται από το 1887 στον Αναστάσιο Κ. Χρηστομάνο].