Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ημικυκλικός

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ημικύκλιο
2. αυτός που έχει σχήμα μισού κύκλου («ημικυκλική αψίδα»)
3. ανατ. φρ. «ημικυκλικοί σωλήνες» — τρεις ημικυκλικοί οστέινοι σωλήνες στο εσωτερικό κάθε λιθοειδούς οστού.
επίρρ...
ημικυκλικώς και -ά
με τρόπο ημικυκλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κυκλικός (< κύκλος). Η λ. στο επίρρ. κυκλικώς μαρτυρείται από το 1849 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].