θαμιστικός

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό θαμίζω
γραμμ. φρ. «θαμιστικά ρήματα» — τα παράγωγα ρήματα της αρχαίας Ελληνικής που λήγουν σε -άζω και έχουν την έννοια της συχνής εκτέλεσης ή επανάληψης αυτού που σημαίνεται από το πρωτότυπο ρήμα (ῥίπτω-ῥιπτάζω, ἡβῶ-ἡβάζω, ἕλκω-ἑλκυστάζω).