-ο(για ζώα και πτηνά) αυτός που ζει σε θάμνους, αυτός που συχνάζει σε θαμνώδη μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -βιος < βίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ευστ. Χρονόπουλο].