θαμνόβιος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
(για ζώα και πτηνά) αυτός που ζει σε θάμνους, αυτός που συχνάζει σε θαμνώδη μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -βιος < βίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ευστ. Χρονόπουλο].