ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
θρίξ, γεν. τριχός, ἡ (ΑΜ)η τρίχα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρίχα.