θερμίζω

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

   A fall ill with fever, IG12(9).1240.15 (Aedepsus).

Greek Monolingual

θερμίζω) θέρμη
νεοελλ.
χύνω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι θερμό νερό
αρχ.
προσβάλλομαι από πυρετό.