λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Full diacritics: θερμίζω | Medium diacritics: θερμίζω | Low diacritics: θερμίζω | Capitals: ΘΕΡΜΙΖΩ |
Transliteration A: thermízō | Transliteration B: thermizō | Transliteration C: thermizo | Beta Code: qermi/zw |
fall ill with fever, IG12(9).1240.15 (Aedepsus).
(Α θερμίζω) θέρμη
νεοελλ.
χύνω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι θερμό νερό
αρχ.
προσβάλλομαι από πυρετό.