ιδιοσυστασία
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
Greek Monolingual
ἡ (Α ἰδιοσυστασία) ιδιοσύστατος
ιδιαίτερη, ξεχωριστή σύσταση
νεοελλ.
το σύνολο τών μορφολογικών, λειτουργικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του τύπου στον οποίο ανήκει.