ιοπλόκαμος
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
ἰοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλο-πλόκαμος.