ἡ, (οἶδα, ἴσμεν)
A knowledge, Hsch.
ἴσμη (κώδ. ἰσμή), ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «πρόφασις, σύνεσις, φρόνησις».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴδ-μηη λ. σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰδ- του ρ. οἶδα].