ἰσμή

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ἡ, (οἶδα, ἴσμεν)

   A knowledge, Hsch.

Greek Monolingual

ἴσμη (κώδ. ἰσμή), ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πρόφασις, σύνεσις, φρόνησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴδ-μη
η λ. σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰδ- του ρ. οἶδα].