ισοστάθμιση
From LSJ
εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
Greek Monolingual
η ισοσταθμίζω
η ισορρόπηση δύο πραγμάτων.
εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
η ισοσταθμίζω
η ισορρόπηση δύο πραγμάτων.