ισοσταθμίζω

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

1. κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, τά φέρνω σε ισορροπία μεταξύ τους, ισοζυγίζω
2. (αμτβ.) ισοσταθμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόσταθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη].