ιστουργικός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

ἱστουργικός, -ή, -όν (Α) ιστουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιστουργό ή στην ιστουργία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱστουργική (ενν. τέχνη)
η υφαντική.