ιστουργικός

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

ἱστουργικός, -ή, -όν (Α) ιστουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιστουργό ή στην ιστουργία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱστουργική (ενν. τέχνη)
η υφαντική.