ιστοκαλλιέργεια
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
η
βιολογική τεχνική που συνίσταται στην αφαίρεση, από ζώα ή φυτά, μικρών τμημάτων ιστού και στην τοποθέτησή τους σε ένα θρεπτικό μέσο, όπου μπορούν να επιβιώσουν έξω από τον οργανισμό από τον οποίο προέρχονται και η οποία χρησιμοποιείται για διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, προβλ. αγγλ. tissue-culture].