Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
ἡ (Α καλαμῑτις)
νεοελλ.
1. ναυτ. ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας
2. χημ. ονομασία του μαγνητικού οξειδίου του σιδήρου
αρχ.
είδος ακρίδας, η καλαμαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη].