καλαμιώνας
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
ο (Μ καλαμιών) καλαμεών
έκταση ή τόπος γεμάτος από καλάμια
νεοελλ.
συστάδα από καλάμια.